- αμενής
- ἀμενής, -ές (Α)ο χωρίς μένος, ασθενής, αδύνατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + -μενής < μένος.ΠΑΡ. αρχ. ἀμενηνός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμενής — masc/fem nom sg ἀμενηνός fleeting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμενεῖς — ἀμενής masc/fem acc pl ἀμενής masc/fem nom/voc pl (attic epic) ἀμενηνός fleeting masc/fem acc pl ἀμενηνός fleeting masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμενοῦς — ἀμενής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) ἀμενηνός fleeting masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
αμενηνός — ἀμενηνός, ον και ος, ή, ον (Α) 1. (στον Όμηρο κυρίως για φαντάσματα, σκιές νεκρών και όνειρα) αυτός που κινείται ελαφρά και εξαφανίζεται γρήγορα και σιωπηλά, φευγαλέος 2. (μετά τον Όμηρο για πρόσωπα και πράγματα) α) άστατος, παροδικός β)… … Dictionary of Greek
μένος — το (Α μένος) 1. ακράτητη ψυχική ορμή, παραφορά, έξαψη φρονήματος, μανία, πάθος («ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος», Αριστοφ.) 2. φρ. «πνέω μένεα» είμαι πολύ οργισμένος, ζητώ εκδίκηση αρχ. 1. (για πράγματα) δύναμη, ισχύς (α. «οἱ δὲ μένος χειρῶν ἰθὺς… … Dictionary of Greek